- θλίβω
- μετ.1) печалить, огорчать; 2) сжимать, сдавливать, давить; 3) выжимать сок;
θλίβομαι — печалиться, огорчаться; — горевать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θλίβομαι — печалиться, огорчаться; — горевать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θλιβώ — θλιβῶ (Μ) (ενεργ. και μέσ.) θλίβομαι, λυπάμαι, στενοχωριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θλιβός ή μεταπλασμένος τ. τού θλίβω αναλογικά προς συνώνυμα ρήματα (π.χ. λυπώ)] … Dictionary of Greek
θλίβω — βλ. πίν. 7 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
θλίβω — θλί̱βω , θλίβω squeeze pres subj act 1st sg θλί̱βω , θλίβω squeeze pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίβω — έθλιψα, θλίφτηκα και θλίβηκα, θλιμμένος 1. προξενώ λύπη, στενοχωρώ: Με θλίβει το γεγονός αυτό. – Έθλιψε την Ελλάδα νύχτα αιώνων (Κάλβος). 2. ζουλώ, πιέζω. 3. το παθ., θλίβομαι λυπάμαι, στενοχωριέμαι: Θλίβομαι που τον βλέπω σε τέτοια κατάσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θλῖβον — θλίβω squeeze pres part act masc voc sg θλίβω squeeze pres part act neut nom/voc/acc sg θλίβω squeeze imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) θλίβω squeeze imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλῖψον — θλίβω squeeze aor imperat act 2nd sg θλίβω squeeze fut part act masc voc sg θλίβω squeeze fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλῖβε — θλίβω squeeze pres imperat act 2nd sg θλίβω squeeze imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλῖψαι — θλίβω squeeze aor imperat mid 2nd sg θλίβω squeeze aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλῖψαν — θλίβω squeeze aor part act neut nom/voc/acc sg θλίβω squeeze aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλῖψε — θλίβω squeeze aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)